τιμονιέρης

τιμονιέρης
ο
1. πηδαλιούχος, πιλότος: Ο τιμονιέρης του πλοίου.
2. κυβερνήτης, διοικητής: Ο πρόεδρος είναι ο τιμονιέρης του κράτους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τιμονιέρης — ο, Ν·1. ο χειριστής τιμονιού, πηδαλιούχος 2. μτφ. κυβερνήτης («τιμονιέρης τού κράτους είναι ο πρωθυπουργός»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. timoniere (βλ. λ. τιμόνι) …   Dictionary of Greek

  • -ιέρης — κατάληξη αρσενικών ουσιαστικών ιταλικής προελεύσεως πρβλ. γκαραζιέρης, γκρουπιέρης, γονδολιέρης, καμαριέρης, καμηλιέρης, κανονιέρης, καροτσιέρης, λαντζιέρης, λαουτιέρης, μαουνιέρης, μπαγκιέρης, μπιραριέρης, μπουρλοτιέρης, πορτιέρης, σκουνιέρης,… …   Dictionary of Greek

  • έφεδρος — η, ο (Α ἔφεδρος, ον) αυτός που βρίσκεται σε αναμονή για να χρησιμοποιηθεί σε ώρα ανάγκης και ιδιαίτερα κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις, αυτός που βρίσκεται σε αναμονή για να σπεύσει για βοήθεια αν κινδυνεύσει κάποιο τμήμα τής πρώτης γραμμής, ο… …   Dictionary of Greek

  • ηνίοχος — (Αστρον.). Αστερισμός του βορείου ημισφαίριου, που βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς της Καμηλοπάρδαλης, του Περσέα, του Ταύρου, των Διδύμων και του Λυγκός. Κύριοι αστέρες του Η. είναι ο ε, δίδυμος αστέρας μεγέθους 3 που απέχει περίπου 3.400… …   Dictionary of Greek

  • οιακιστής — ο (Α οἰακιστής) [οιακίζω] αυτός που είναι επιφορτισμένος με τον χειρισμό τού οίακα τού πλοίου, πηδαλιούχος, τιμονιέρης νεοελλ. (ειδικά) αυτός που ανήκει σε ειδικό κλάδο τής ναυτικής υπηρεσίας η οποία έχει ως καθήκον τη συντήρηση και τον χειρισμό… …   Dictionary of Greek

  • οιακοστρόφος — ο (Α οἰακοστρόφος) 1. αυτός που χειρίζεται τον οίακα, ο πηδαλιούχος, ο τιμονιέρης 2. μτφ. αυτός που διαχειρίζεται τα κοινά με σωστό τρόπο, άξιος κυβερνήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἴαξ, ακος «τιμόνι» + στροφός (< στρέφω)] …   Dictionary of Greek

  • πηδαλιούχος — ο αυτός που κρατά το πηδάλιο, ο τιμονιέρης, ο κυβερνήτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πιλότος — ο (λ. ιταλ.), οδηγός, κυβερνήτης, τιμονιέρης πλοίου ή αεροπλάνου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”